ηλεκτροτεχνία

ηλεκτροτεχνία
Επιστήμη που μελετά, σχεδιάζει και πραγματοποιεί τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Τον 19ο αι. η παραγωγή, η συσσώρευση και η χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού, χάρη στις εργασίες διάσημων επιστημόνων, γινόταν με κριτήρια όλο και περισσότερο βιομηχανικά και οικονομικά και άρχισε να εισβάλλει βαθμιαία (αλλά κατά τρόπο δυναμικό) σε όλους τους τομείς της τεχνικής. Γεννήθηκε έτσι μια νέα επιστήμη που άρχισε να εφαρμόζει τον ηλεκτρισμό εκεί όπου άλλοτε κυριαρχούσαν άλλες μορφές ενέργειας, τελειοποίησε την παραγωγή, πέτυχε τη μεταφορά και την αποθήκευση με ασφαλή, ορθολογικό και οικονομικό τρόπο και κατέστησε δυνατή και εύκολη τη λύση πολλών προβλημάτων βιομηχανικής ανάπτυξης και ανθρώπινων σχέσεων μεταξύ μακρινών λαών. Κατασκευάστηκαν ηλεκτροπαραγωγοί σταθμοί όλο και πιο τελειοποιημένοι και σύγχρονοι, μεγάλης ισχύος και υψηλής απόδοσης και γραμμές για τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας από τους σταθμούς παραγωγής στους τόπους κατανάλωσης. Οι βιομηχανίες που έπαιρναν παλαιότερα την απαιτούμενη για τη λειτουργία τους μηχανική ενέργεια από κινητήρες που λειτουργούσαν με υδάτινη ή θερμική ενέργεια, προσάρμοσαν τις εγκαταστάσεις τους για τη χρησιμοποίηση ηλεκτροκινητήρων που σε σύγκριση με τους παλαιούς είχαν πολύ μικρότερο όγκο, ήταν λιγότερο θορυβώδεις και δεν χρειάζονταν δαπανηρή συντήρηση. Ο τεχνητός φωτισμός γνώρισε ριζικό μετασχηματισμό και τις παλιές λάμπες πετρελαίου και φωταερίου αντικατέστησαν ηλεκτρικές λυχνίες με τεράστια πλεονεκτήματα στην απόδοση της εργασίας και σε όλες τις εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής. Η χημική βιομηχανία έλαβε σημαντική ώθηση με την εφαρμογή του ηλεκτρισμού στις μεθόδους της και έτσι γεννήθηκε η ηλεκτροχημεία, ένας από τους σπουδαιότερους κλάδους της ηλεκτροτεχνίας. Η η. αναπτύχθηκε εξάλλου και γενικά στον τομέα των διαβιβάσεων –που περιλαμβάνει τηλεπικοινωνίες, τηλεχειρισμούς, τηλεκατευθύνσεις, τηλεσημάνσεις– και μαζί με τη ραδιοτεχνία και την ηλεκτρονική έφτασε σε απίστευτα επιτεύγματα, τα οποία μετέβαλαν ριζικά τη φύση της εργασίας και τη ζωή της ανθρωπότητας: το τηλέφωνο, ο τηλέγραφος, η τηλεομοιοτυπία (fax), το διαδίκτυο (Internet), το ραντάρ, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, το μαγνητοσκόπιο (βίντεο), o τηλεχειρισμός και η τηλεκατεύθυνση των βιομηχανικών κυκλωμάτων, των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, των μέσων επικοινωνίας κλπ. Η εισαγωγή της η. στην ιατρική επέτρεψε σημαντική ανάπτυξη των θεραπευτικών μέσων, από τη διάγνωση έως τη χειρουργική επέμβαση. Έτσι η ζωή του ανθρώπου, εκτός από την απόλαυση και εκμετάλλευση όσων του προσφέρει η η., γνώρισε μεγάλες μεταβολές από την εμφάνιση και γρήγορη ανάπτυξη του νέου αυτού κλάδου της τεχνικής: η σωματική δύναμη δεν είναι πια απαραίτητη, ενώ αντίθετα χρειάζεται ευφυΐα και μόρφωση στα εργαστήρια για τον χειρισμό και τη ρύθμιση περίπλοκων συσκευών που βρίσκονται στη διάθεση του ανθρώπου και οι οποίες σήμερα, άσχετα προς τη φύση τους, είναι άμεσα συνδεδεμένες με ηλεκτρικά όργανα. Η ανάπτυξη της ηλεκτροτεχνίας προκάλεσε πραγματική επανάσταση στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής. Στη λιθογραφία η αίθουσα αργαλειών ενός υφαντουργείου πριν από την εισαγωγή του ηλεκτρισμού.
* * *
η
κλάδος τής επιστήμης και τής τεχνολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών τεχνικών εφαρμογών τού ηλεκτρισμού και τών συναφών με τον ηλεκτρισμό κατασκευαστικών προβλημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotechnics < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + technics (πρβλ. -τεχνία < -τεχνης < τέχνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροτεχνία — η εφηρμοσμένη επιστήμη που μελετά τις πρακτικές εφαρμογές του ηλεκτρισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροτεχνία ή στους ηλεκτροτεχνίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotechnical < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + technical (πρβλ. τεχνικός)] …   Dictionary of Greek

  • παραφίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων, γενικά αλαφατικών, που περιέχουν 20 40 άτομα άνθρακα. Το όνομά τους οφείλεται στην ελλιπή χημική δραστικότητά τους, που εκφράστηκε με το λατινικό όρο parum afflnis (ολίγη συγγένεια). Επειδή πρόκειται για μείγμα, η π. δεν… …   Dictionary of Greek

  • πολικότητα — I Η φυσιολογική και μορφολογική ανισοτιμία μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων περιοχών ενός κυττάρου, ιστού ή οργάνου. Τα δύο σημεία που παρουσιάζουν τη διαφορά ονομάζονται πόλοι. Η παρουσία δύο πόλων σ’ ένα κύτταρο ή όργανο καθιερώνει και έναν… …   Dictionary of Greek

  • πολυστυρόλιο — Κοινή ονομασία των προϊόντων πολυμερισμού του στυρόλιου ή βινυλβενζόλιου ή φαινυλαιθυλένιου (C6H5CH:CH2), γνωστά στο εμπόριο ως τρολιτούλ, στυρόπλαστο, φριγκολίτ κλπ., ανάλογα με το βαθμό του πολυμερισμού τους. Το π. είναι άχρωμο, διαφανές ή… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”